- προπαίδευμα
- τὸ, ΜΑ [προπαιδεύω]προκαταρκτικό, εισαγωγικό μάθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπαιδευμάτων — προπαίδευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύμασι — προπαίδευμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύμασιν — προπαίδευμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύματα — προπαίδευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάθημα — ήματος, τὸ, Α [προμανθάνω] (κατά τον Ησύχ.) «προπαίδευμα» … Dictionary of Greek